- καθυποπτεύω
- καθ-υπ-οπτεύω, verdächtig machen, argwöhnen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
καθυποπτεύω — (Α) (επιτατ. τού υποπτεύω) 1. υποπτεύομαι, υποψιάζομαι 2. σκέπτομαι, συλλογίζομαι, μελετώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὑπ οπτεύω (< ὕπ οπτος)] … Dictionary of Greek
καθυποπτεύει — καθυποπτεύω suspect pres ind mp 2nd sg καθυποπτεύω suspect pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθυποπτεύεται — καθυποπτεύω suspect pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθυποπτεύσειεν — καθυποπτεύω suspect aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθυπόπτευσον — καθυποπτεύω suspect aor imperat act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)